ὑπεναντίως

ὑπεναντίως
ὑπεναντίος
set over against
adverbial
ὑπεναντίος
set over against
masc acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπεναντίως — Α επίρρ. κατά τρόπο ενάντιο σε κάτι («ὑπεναντίως τῷ νόμῳ», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐνάντιος (πρβλ. ἀπ εναντίος)] …   Dictionary of Greek

  • τραπέμπαλιν — Α επίρρ. 1. με στραμμένη την όψη προς τα πίσω 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐνηλλαγμένως ἢ παρηλλαγμένως» 3. (κατά τον Φώτ.) «ἐπ ἀριστερᾷ ὑπεναντίως». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραπ τής συνεσταλμένης βαθμίδας της ρίζας τού ρ. τρέπω* (πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τράπ ην) + …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”